συμπρογιγνώσκω

συμπρογιγνώσκω
συμ-προ-γιγνώσκω, mit voraussehen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συμπρογιγνώσκω — Α προβλέπω κι εγώ μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + προγιγνώσκω «προβλέπω, γνωρίζω εκ τών προτέρων»] …   Dictionary of Greek

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”